Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δασυγένειος
δασυγραφέω
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασυλλίς
δασύμαλλος
δασυμέτωπος
δασυντέον
δασυντής
δασύνω
δασυπόδειος
δασύπους
δασύπρωκτος
δασυπώγων
δασύς
δασυσμός
δασύστερνος
δασύστομος
δασύτης
δασύφλοιος
View word page
δασύνω
make rough
ShortDef
make rough
Debugging
Headword:
δασύνω
Headword (normalized):
δασύνω
Headword (normalized/stripped):
δασυνω
IDX:
19976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19977
Key:
Data
{'content': 'make rough'}