Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δάσσω
δασυγένειος
δασυγραφέω
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασυλλίς
δασύμαλλος
δασυμέτωπος
δασυντέον
δασυντής
δασύνω
δασυπόδειος
δασύπους
δασύπρωκτος
δασυπώγων
δασύς
δασυσμός
δασύστερνος
δασύστομος
δασύτης
View word page
δασυντής
fond of the aspirate

ShortDef

fond of the aspirate

Debugging

Headword:
δασυντής
Headword (normalized):
δασυντής
Headword (normalized/stripped):
δασυντης
IDX:
19975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19976
Key:

Data

{'content': 'fond of the aspirate'}