Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δασπλῆτις
δάσσω
δασυγένειος
δασυγραφέω
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασυλλίς
δασύμαλλος
δασυμέτωπος
δασυντέον
δασυντής
δασύνω
δασυπόδειος
δασύπους
δασύπρωκτος
δασυπώγων
δασύς
δασυσμός
δασύστερνος
δασύστομος
View word page
δασυντέον
one must aspirate

ShortDef

one must aspirate

Debugging

Headword:
δασυντέον
Headword (normalized):
δασυντέον
Headword (normalized/stripped):
δασυντεον
IDX:
19974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19975
Key:

Data

{'content': 'one must aspirate'}