Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δάσος
δάσοφρυς
δασπλῆτις
δάσσω
δασυγένειος
δασυγραφέω
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασυλλίς
δασύμαλλος
δασυμέτωπος
δασυντέον
δασυντής
δασύνω
δασυπόδειος
δασύπους
δασύπρωκτος
δασυπώγων
δασύς
δασυσμός
View word page
δασύμαλλος
thick-fleeced, woolly

ShortDef

thick-fleeced, woolly

Debugging

Headword:
δασύμαλλος
Headword (normalized):
δασύμαλλος
Headword (normalized/stripped):
δασυμαλλος
IDX:
19972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19973
Key:

Data

{'content': 'thick-fleeced, woolly'}