Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δασμοφόρος
δάσος
δάσοφρυς
δασπλῆτις
δάσσω
δασυγένειος
δασυγραφέω
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασυλλίς
δασύμαλλος
δασυμέτωπος
δασυντέον
δασυντής
δασύνω
δασυπόδειος
δασύπους
δασύπρωκτος
δασυπώγων
δασύς
View word page
δασυλλίς
bear

ShortDef

bear

Debugging

Headword:
δασυλλίς
Headword (normalized):
δασυλλίς
Headword (normalized/stripped):
δασυλλις
IDX:
19971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19972
Key:

Data

{'content': 'bear'}