Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δασμοφορέω
δασμοφορία
δασμοφόρος
δάσος
δάσοφρυς
δασπλῆτις
δάσσω
δασυγένειος
δασυγραφέω
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασυλλίς
δασύμαλλος
δασυμέτωπος
δασυντέον
δασυντής
δασύνω
δασυπόδειος
δασύπους
δασύπρωκτος
View word page
δασύκερκος
bushy-tailed
ShortDef
bushy-tailed
Debugging
Headword:
δασύκερκος
Headword (normalized):
δασύκερκος
Headword (normalized/stripped):
δασυκερκος
IDX:
19969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19970
Key:
Data
{'content': 'bushy-tailed'}