Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δασμός
δασμοφορέω
δασμοφορία
δασμοφόρος
δάσος
δάσοφρυς
δασπλῆτις
δάσσω
δασυγένειος
δασυγραφέω
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασυλλίς
δασύμαλλος
δασυμέτωπος
δασυντέον
δασυντής
δασύνω
δασυπόδειος
δασύπους
View word page
δασύθριξ
thick-haired, hairy

ShortDef

thick-haired, hairy

Debugging

Headword:
δασύθριξ
Headword (normalized):
δασύθριξ
Headword (normalized/stripped):
δασυθριξ
IDX:
19968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19969
Key:

Data

{'content': 'thick-haired, hairy'}