Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφορία
δασμοφόρος
δάσος
δάσοφρυς
δασπλῆτις
δάσσω
δασυγένειος
δασυγραφέω
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασυλλίς
δασύμαλλος
δασυμέτωπος
δασυντέον
δασυντής
δασύνω
View word page
δασυγένειος
with thick beard

ShortDef

with thick beard

Debugging

Headword:
δασυγένειος
Headword (normalized):
δασυγένειος
Headword (normalized/stripped):
δασυγενειος
IDX:
19966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19967
Key:

Data

{'content': 'with thick beard'}