Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφορία
δασμοφόρος
δάσος
δάσοφρυς
δασπλῆτις
δάσσω
δασυγένειος
δασυγραφέω
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασυλλίς
δασύμαλλος
δασυμέτωπος
δασυντέον
δασυντής
View word page
δάσσω
divide

ShortDef

divide

Debugging

Headword:
δάσσω
Headword (normalized):
δάσσω
Headword (normalized/stripped):
δασσω
IDX:
19965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19966
Key:

Data

{'content': 'divide'}