Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφορία
δασμοφόρος
δάσος
δάσοφρυς
δασπλῆτις
δάσσω
δασυγένειος
δασυγραφέω
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασυλλίς
δασύμαλλος
δασυμέτωπος
δασυντέον
View word page
δασπλῆτις
horrid, frightful

ShortDef

horrid, frightful

Debugging

Headword:
δασπλῆτις
Headword (normalized):
δασπλῆτις
Headword (normalized/stripped):
δασπλητις
IDX:
19964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19965
Key:

Data

{'content': 'horrid, frightful'}