Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δάσκυλος
δάσμα
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφορία
δασμοφόρος
δάσος
δάσοφρυς
δασπλῆτις
δάσσω
δασυγένειος
δασυγραφέω
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασυλλίς
δασύμαλλος
View word page
δάσος
thicket, copse
ShortDef
thicket, copse
Debugging
Headword:
δάσος
Headword (normalized):
δάσος
Headword (normalized/stripped):
δασος
IDX:
19962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19963
Key:
Data
{'content': 'thicket, copse'}