Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δασκυλῖτις
Δάσκυλος
δάσμα
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφορία
δασμοφόρος
δάσος
δάσοφρυς
δασπλῆτις
δάσσω
δασυγένειος
δασυγραφέω
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασυλλίς
View word page
δασμοφόρος
paying tribute, tributary

ShortDef

paying tribute, tributary

Debugging

Headword:
δασμοφόρος
Headword (normalized):
δασμοφόρος
Headword (normalized/stripped):
δασμοφορος
IDX:
19961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19962
Key:

Data

{'content': 'paying tribute, tributary'}