Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δάσκιλλος
δάσκιος
Δασκυλῖτις
Δάσκυλος
δάσμα
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφορία
δασμοφόρος
δάσος
δάσοφρυς
δασπλῆτις
δάσσω
δασυγένειος
δασυγραφέω
δασύθριξ
δασύκερκος
View word page
δασμοφορέω
to be subject to tribute

ShortDef

to be subject to tribute

Debugging

Headword:
δασμοφορέω
Headword (normalized):
δασμοφορέω
Headword (normalized/stripped):
δασμοφορεω
IDX:
19959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19960
Key:

Data

{'content': 'to be subject to tribute'}