Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαρόν
δάρσις
δάρτης
δαρτός
δάσκιλλος
δάσκιος
Δασκυλῖτις
Δάσκυλος
δάσμα
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφορία
δασμοφόρος
δάσος
δάσοφρυς
δασπλῆτις
δάσσω
View word page
δασμολογέω
to collect as tribute

ShortDef

to collect as tribute

Debugging

Headword:
δασμολογέω
Headword (normalized):
δασμολογέω
Headword (normalized/stripped):
δασμολογεω
IDX:
19955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19956
Key:

Data

{'content': 'to collect as tribute'}