Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαρθάνω
δαρόν
δάρσις
δάρτης
δαρτός
δάσκιλλος
δάσκιος
Δασκυλῖτις
Δάσκυλος
δάσμα
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφορία
δασμοφόρος
δάσος
δάσοφρυς
δασπλῆτις
View word page
δάσμευσις
a distributing

ShortDef

a distributing

Debugging

Headword:
δάσμευσις
Headword (normalized):
δάσμευσις
Headword (normalized/stripped):
δασμευσις
IDX:
19954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19955
Key:

Data

{'content': 'a distributing'}