Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δάρης
δαρθάνω
δαρόν
δάρσις
δάρτης
δαρτός
δάσκιλλος
δάσκιος
Δασκυλῖτις
Δάσκυλος
δάσμα
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφορία
δασμοφόρος
δάσος
δάσοφρυς
View word page
δάσμα
share, portion

ShortDef

share, portion

Debugging

Headword:
δάσμα
Headword (normalized):
δάσμα
Headword (normalized/stripped):
δασμα
IDX:
19953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19954
Key:

Data

{'content': 'share, portion'}