Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δαρεῖος
Δάρης
δαρθάνω
δαρόν
δάρσις
δάρτης
δαρτός
δάσκιλλος
δάσκιος
Δασκυλῖτις
Δάσκυλος
δάσμα
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφορία
δασμοφόρος
δάσος
View word page
Δάσκυλος
Dascylus
ShortDef
Dascylus
Debugging
Headword:
Δάσκυλος
Headword (normalized):
δάσκυλος
Headword (normalized/stripped):
δασκυλος
IDX:
19952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19953
Key:
Data
{'content': 'Dascylus'}