Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δαρειογενής
Δαρεῖος
Δάρης
δαρθάνω
δαρόν
δάρσις
δάρτης
δαρτός
δάσκιλλος
δάσκιος
Δασκυλῖτις
Δάσκυλος
δάσμα
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφορία
δασμοφόρος
View word page
Δασκυλῖτις
of Dascylion

ShortDef

of Dascylion

Debugging

Headword:
Δασκυλῖτις
Headword (normalized):
δασκυλῖτις
Headword (normalized/stripped):
δασκυλιτις
IDX:
19951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19952
Key:

Data

{'content': 'of Dascylion'}