Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δαρεικός
Δαρειογενής
Δαρεῖος
Δάρης
δαρθάνω
δαρόν
δάρσις
δάρτης
δαρτός
δάσκιλλος
δάσκιος
Δασκυλῖτις
Δάσκυλος
δάσμα
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφορία
View word page
δάσκιος
thick-shaded, bushy

ShortDef

thick-shaded, bushy

Debugging

Headword:
δάσκιος
Headword (normalized):
δάσκιος
Headword (normalized/stripped):
δασκιος
IDX:
19950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19951
Key:

Data

{'content': 'thick-shaded, bushy'}