Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαρδάπτω
Δαρεικός
Δαρειογενής
Δαρεῖος
Δάρης
δαρθάνω
δαρόν
δάρσις
δάρτης
δαρτός
δάσκιλλος
δάσκιος
Δασκυλῖτις
Δάσκυλος
δάσμα
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
View word page
δάσκιλλος
a fish
ShortDef
a fish
Debugging
Headword:
δάσκιλλος
Headword (normalized):
δάσκιλλος
Headword (normalized/stripped):
δασκιλλος
IDX:
19949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19950
Key:
Data
{'content': 'a fish'}