Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δάρδανοι
Δάρδανος
δαρδάπτω
Δαρεικός
Δαρειογενής
Δαρεῖος
Δάρης
δαρθάνω
δαρόν
δάρσις
δάρτης
δαρτός
δάσκιλλος
δάσκιος
Δασκυλῖτις
Δάσκυλος
δάσμα
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
View word page
δάρτης
one who flogs
ShortDef
one who flogs
Debugging
Headword:
δάρτης
Headword (normalized):
δάρτης
Headword (normalized/stripped):
δαρτης
IDX:
19947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19948
Key:
Data
{'content': 'one who flogs'}