Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δαρδανίς
Δαρδανίων
Δάρδανοι
Δάρδανος
δαρδάπτω
Δαρεικός
Δαρειογενής
Δαρεῖος
Δάρης
δαρθάνω
δαρόν
δάρσις
δάρτης
δαρτός
δάσκιλλος
δάσκιος
Δασκυλῖτις
Δάσκυλος
δάσμα
δάσμευσις
δασμολογέω
View word page
δαρόν
long, for a long time

ShortDef

long, for a long time

Debugging

Headword:
δαρόν
Headword (normalized):
δαρόν
Headword (normalized/stripped):
δαρον
IDX:
19945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19946
Key:

Data

{'content': 'long, for a long time'}