Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δαρδάνιος
Δαρδανίς
Δαρδανίων
Δάρδανοι
Δάρδανος
δαρδάπτω
Δαρεικός
Δαρειογενής
Δαρεῖος
Δάρης
δαρθάνω
δαρόν
δάρσις
δάρτης
δαρτός
δάσκιλλος
δάσκιος
Δασκυλῖτις
Δάσκυλος
δάσμα
δάσμευσις
View word page
δαρθάνω
to sleep
ShortDef
to sleep
Debugging
Headword:
δαρθάνω
Headword (normalized):
δαρθάνω
Headword (normalized/stripped):
δαρθανω
IDX:
19944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19945
Key:
Data
{'content': 'to sleep'}