Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δάος
δαπάνα
δαπανάω
δαπάνη
δαπάνημα
δαπανηρία
δαπανηρός
δαπάνησις
δαπανητής
δαπανητικός
δαπανοθήκη
δαπανόω
δάπεδον
δαπιδυφάντης
δάπις
δάπτης
δάπτω
δάρατος
Δαρδανία
Δαρδάνιαι
Δαρδανίδαι
View word page
δαπανοθήκη
penuarium
ShortDef
penuarium
Debugging
Headword:
δαπανοθήκη
Headword (normalized):
δαπανοθήκη
Headword (normalized/stripped):
δαπανοθηκη
IDX:
19920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19921
Key:
Data
{'content': 'penuarium'}