Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δανειστικός
δανός
δάνος
δάνος2
δάος
δαπάνα
δαπανάω
δαπάνη
δαπάνημα
δαπανηρία
δαπανηρός
δαπάνησις
δαπανητής
δαπανητικός
δαπανοθήκη
δαπανόω
δάπεδον
δαπιδυφάντης
δάπις
δάπτης
δάπτω
View word page
δαπανηρός
lavish, extravagant

ShortDef

lavish, extravagant

Debugging

Headword:
δαπανηρός
Headword (normalized):
δαπανηρός
Headword (normalized/stripped):
δαπανηρος
IDX:
19916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19917
Key:

Data

{'content': 'lavish, extravagant'}