Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δανειστέον
δανειστής
δανειστικός
δανός
δάνος
δάνος2
δάος
δαπάνα
δαπανάω
δαπάνη
δαπάνημα
δαπανηρία
δαπανηρός
δαπάνησις
δαπανητής
δαπανητικός
δαπανοθήκη
δαπανόω
δάπεδον
δαπιδυφάντης
δάπις
View word page
δαπάνημα
money spent
ShortDef
money spent
Debugging
Headword:
δαπάνημα
Headword (normalized):
δαπάνημα
Headword (normalized/stripped):
δαπανημα
IDX:
19914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19915
Key:
Data
{'content': 'money spent'}