Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δάνεισμα
δανεισμός
δανειστέον
δανειστής
δανειστικός
δανός
δάνος
δάνος2
δάος
δαπάνα
δαπανάω
δαπάνη
δαπάνημα
δαπανηρία
δαπανηρός
δαπάνησις
δαπανητής
δαπανητικός
δαπανοθήκη
δαπανόω
δάπεδον
View word page
δαπανάω
to spend

ShortDef

to spend

Debugging

Headword:
δαπανάω
Headword (normalized):
δαπανάω
Headword (normalized/stripped):
δαπαναω
IDX:
19912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19913
Key:

Data

{'content': 'to spend'}