Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δανειοκόπος
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστέον
δανειστής
δανειστικός
δανός
δάνος
δάνος2
δάος
δαπάνα
δαπανάω
δαπάνη
δαπάνημα
δαπανηρία
δαπανηρός
δαπάνησις
δαπανητής
δαπανητικός
δαπανοθήκη
View word page
δάος
a firebrand, torch

ShortDef

a firebrand, torch

Debugging

Headword:
δάος
Headword (normalized):
δάος
Headword (normalized/stripped):
δαος
IDX:
19910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19911
Key:

Data

{'content': 'a firebrand, torch'}