Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δαναός
δανειακός
δανείζω
δανειοκόπος
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστέον
δανειστής
δανειστικός
δανός
δάνος
δάνος2
δάος
δαπάνα
δαπανάω
δαπάνη
δαπάνημα
δαπανηρία
δαπανηρός
δαπάνησις
View word page
δανός
burnt, dry, parched
ShortDef
burnt, dry, parched
Debugging
Headword:
δανός
Headword (normalized):
δανός
Headword (normalized/stripped):
δανος
IDX:
19907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19908
Key:
Data
{'content': 'burnt, dry, parched'}