Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δαναΐς
δανάκη
Δαναοί
Δαναός
δανειακός
δανείζω
δανειοκόπος
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστέον
δανειστής
δανειστικός
δανός
δάνος
δάνος2
δάος
δαπάνα
δαπανάω
δαπάνη
δαπάνημα
View word page
δανειστέον
one must lend money

ShortDef

one must lend money

Debugging

Headword:
δανειστέον
Headword (normalized):
δανειστέον
Headword (normalized/stripped):
δανειστεον
IDX:
19904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19905
Key:

Data

{'content': 'one must lend money'}