Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δαναΐδαι
Δαναΐδης
Δαναΐς
δανάκη
Δαναοί
Δαναός
δανειακός
δανείζω
δανειοκόπος
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστέον
δανειστής
δανειστικός
δανός
δάνος
δάνος2
δάος
δαπάνα
δαπανάω
View word page
δάνεισμα
a loan

ShortDef

a loan

Debugging

Headword:
δάνεισμα
Headword (normalized):
δάνεισμα
Headword (normalized/stripped):
δανεισμα
IDX:
19902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19903
Key:

Data

{'content': 'a loan'}