Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰθάλη
αἰθαλίων
αἰθαλόεις
αἰθαλοκομπία
αἴθαλος
αἰθαλόω
αἰθαλώδης
αἰθάλωσις
αἰθαλωτός
αἴθε
αἰθερεμβατέω
αἰθεριβόσκας
αἰθέριος
αἰθεροδρόμος
αἰθερολαμπής
αἰθερολογέω
αἰθερολόγος
αἰθερονωμάω
αἰθερόομαι
αἰθερώδης
Αἴθη
View word page
αἰθερεμβατέω
to walk in ether

ShortDef

to walk in ether

Debugging

Headword:
αἰθερεμβατέω
Headword (normalized):
αἰθερεμβατέω
Headword (normalized/stripped):
αιθερεμβατεω
IDX:
1989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1990
Key:

Data

{'content': 'to walk in ether'}