Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγαθογονία
ἀγαθοδαιμονέω
ἀγαθοδαιμονητικός
ἀγαθοδαιμονισταί
ἀγαθοδαίμων
ἀγαθοδοσία
ἀγαθοδότης
ἀγαθοειδής
ἀγαθοεργέω
ἀγαθοεργία
ἀγαθοεργός
ἀγαθοθέλεια
ἀγαθοθελής
Ἀγαθοκλῆς
ἀγαθολογέω
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποίησις
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιός
ἀγαθός
ἀγαθοσύμβουλος
View word page
ἀγαθοεργός
doing good
ShortDef
doing good
Debugging
Headword:
ἀγαθοεργός
Headword (normalized):
ἀγαθοεργός
Headword (normalized/stripped):
αγαθοεργος
IDX:
198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-199
Key:
Data
{'content': 'doing good'}