Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαμνογόνη
δαμοθοινία
δαμόομαι
δᾶμος
δαμότας
δαμώματα
Δάμων
Δάνα
Δανάη
Δαναΐδαι
Δαναΐδης
Δαναΐς
δανάκη
Δαναοί
Δαναός
δανειακός
δανείζω
δανειοκόπος
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
View word page
Δαναΐδης
son of Danaus, Danaid (LSJ Δαναοί)

ShortDef

son of Danaus, Danaid (LSJ Δαναοί)

Debugging

Headword:
Δαναΐδης
Headword (normalized):
δαναΐδης
Headword (normalized/stripped):
δαναιδης
IDX:
19893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19894
Key:

Data

{'content': 'son of Danaus, Danaid (LSJ Δαναοί)'}