Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δάμνημι
δαμνῆτις
Δάμνιππος
δάμνιππος
δαμνογόνη
δαμοθοινία
δαμόομαι
δᾶμος
δαμότας
δαμώματα
Δάμων
Δάνα
Δανάη
Δαναΐδαι
Δαναΐδης
Δαναΐς
δανάκη
Δαναοί
Δαναός
δανειακός
δανείζω
View word page
Δάμων
Damon

ShortDef

Damon

Debugging

Headword:
Δάμων
Headword (normalized):
δάμων
Headword (normalized/stripped):
δαμων
IDX:
19889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19890
Key:

Data

{'content': 'Damon'}