Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαματρίζειν
δαμιεργός
δαμνάω
δάμνημι
δαμνῆτις
Δάμνιππος
δάμνιππος
δαμνογόνη
δαμοθοινία
δαμόομαι
δᾶμος
δαμότας
δαμώματα
Δάμων
Δάνα
Δανάη
Δαναΐδαι
Δαναΐδης
Δαναΐς
δανάκη
Δαναοί
View word page
δᾶμος
people, folk

ShortDef

people, folk

Debugging

Headword:
δᾶμος
Headword (normalized):
δᾶμος
Headword (normalized/stripped):
δαμος
IDX:
19886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19887
Key:

Data

{'content': 'people, folk'}