Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαμαστέον
Δαμαστορίδης
δαμάτειρα
δαματρίζειν
δαμιεργός
δαμνάω
δάμνημι
δαμνῆτις
Δάμνιππος
δάμνιππος
δαμνογόνη
δαμοθοινία
δαμόομαι
δᾶμος
δαμότας
δαμώματα
Δάμων
Δάνα
Δανάη
Δαναΐδαι
Δαναΐδης
View word page
δαμνογόνη
she that subdues
ShortDef
she that subdues
Debugging
Headword:
δαμνογόνη
Headword (normalized):
δαμνογόνη
Headword (normalized/stripped):
δαμνογονη
IDX:
19883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19884
Key:
Data
{'content': 'she that subdues'}