Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δάμασος
δαμαστέον
Δαμαστορίδης
δαμάτειρα
δαματρίζειν
δαμιεργός
δαμνάω
δάμνημι
δαμνῆτις
Δάμνιππος
δάμνιππος
δαμνογόνη
δαμοθοινία
δαμόομαι
δᾶμος
δαμότας
δαμώματα
Δάμων
Δάνα
Δανάη
Δαναΐδαι
View word page
δάμνιππος
horse-taming
ShortDef
Damnippus
horse-taming
Debugging
Headword:
δάμνιππος
Headword (normalized):
δάμνιππος
Headword (normalized/stripped):
δαμνιππος
IDX:
19882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19883
Key:
Data
{'content': 'horse-taming'}