Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δαμασκός
Δάμασος
δαμαστέον
Δαμαστορίδης
δαμάτειρα
δαματρίζειν
δαμιεργός
δαμνάω
δάμνημι
δαμνῆτις
Δάμνιππος
δάμνιππος
δαμνογόνη
δαμοθοινία
δαμόομαι
δᾶμος
δαμότας
δαμώματα
Δάμων
Δάνα
Δανάη
View word page
Δάμνιππος
Damnippus

ShortDef

Damnippus
horse-taming

Debugging

Headword:
Δάμνιππος
Headword (normalized):
δάμνιππος
Headword (normalized/stripped):
δαμνιππος
IDX:
19881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19882
Key:

Data

{'content': 'Damnippus'}