Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δαμασκηνόν
Δαμασκηνός
Δαμασκός
Δάμασος
δαμαστέον
Δαμαστορίδης
δαμάτειρα
δαματρίζειν
δαμιεργός
δαμνάω
δάμνημι
δαμνῆτις
Δάμνιππος
δάμνιππος
δαμνογόνη
δαμοθοινία
δαμόομαι
δᾶμος
δαμότας
δαμώματα
Δάμων
View word page
δάμνημι
to overpower, tame, conquer, subdue
ShortDef
to overpower, tame, conquer, subdue
Debugging
Headword:
δάμνημι
Headword (normalized):
δάμνημι
Headword (normalized/stripped):
δαμνημι
IDX:
19879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19880
Key:
Data
{'content': 'to overpower, tame, conquer, subdue'}