Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαμασίχθων
Δαμασκηνόν
Δαμασκηνός
Δαμασκός
Δάμασος
δαμαστέον
Δαμαστορίδης
δαμάτειρα
δαματρίζειν
δαμιεργός
δαμνάω
δάμνημι
δαμνῆτις
Δάμνιππος
δάμνιππος
δαμνογόνη
δαμοθοινία
δαμόομαι
δᾶμος
δαμότας
δαμώματα
View word page
δαμνάω
to overpower, tame, conquer, subdue
ShortDef
to overpower, tame, conquer, subdue
Debugging
Headword:
δαμνάω
Headword (normalized):
δαμνάω
Headword (normalized/stripped):
δαμναω
IDX:
19878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19879
Key:
Data
{'content': 'to overpower, tame, conquer, subdue'}