Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαμάσιππος
δάμασις
δαμασίφρων
δαμασίχθων
Δαμασκηνόν
Δαμασκηνός
Δαμασκός
Δάμασος
δαμαστέον
Δαμαστορίδης
δαμάτειρα
δαματρίζειν
δαμιεργός
δαμνάω
δάμνημι
δαμνῆτις
Δάμνιππος
δάμνιππος
δαμνογόνη
δαμοθοινία
δαμόομαι
View word page
δαμάτειρα
one who tames
ShortDef
one who tames
Debugging
Headword:
δαμάτειρα
Headword (normalized):
δαμάτειρα
Headword (normalized/stripped):
δαματειρα
IDX:
19875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19876
Key:
Data
{'content': 'one who tames'}