Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαμασικόνδυλος
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
δάμασις
δαμασίφρων
δαμασίχθων
Δαμασκηνόν
Δαμασκηνός
Δαμασκός
Δάμασος
δαμαστέον
Δαμαστορίδης
δαμάτειρα
δαματρίζειν
δαμιεργός
δαμνάω
δάμνημι
δαμνῆτις
Δάμνιππος
δάμνιππος
δαμνογόνη
View word page
δαμαστέον
one must break in

ShortDef

one must break in

Debugging

Headword:
δαμαστέον
Headword (normalized):
δαμαστέον
Headword (normalized/stripped):
δαμαστεον
IDX:
19873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19874
Key:

Data

{'content': 'one must break in'}