Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαμαλοπόδια
δάμαλος
δαμαντήρ
δάμαρ
δαμαρίππεως
δαμασάνδρα
δαμασήνωρ
δαμασικόνδυλος
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
δάμασις
δαμασίφρων
δαμασίχθων
Δαμασκηνόν
Δαμασκηνός
Δαμασκός
Δάμασος
δαμαστέον
Δαμαστορίδης
δαμάτειρα
δαματρίζειν
View word page
δάμασις
taming, subduing
ShortDef
taming, subduing
Debugging
Headword:
δάμασις
Headword (normalized):
δάμασις
Headword (normalized/stripped):
δαμασις
IDX:
19866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19867
Key:
Data
{'content': 'taming, subduing'}