Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δάμαλις
δαμαλοπόδια
δάμαλος
δαμαντήρ
δάμαρ
δαμαρίππεως
δαμασάνδρα
δαμασήνωρ
δαμασικόνδυλος
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
δάμασις
δαμασίφρων
δαμασίχθων
Δαμασκηνόν
Δαμασκηνός
Δαμασκός
Δάμασος
δαμαστέον
Δαμαστορίδης
δαμάτειρα
View word page
δαμάσιππος
horse-taming
ShortDef
horse-taming
Debugging
Headword:
δαμάσιππος
Headword (normalized):
δαμάσιππος
Headword (normalized/stripped):
δαμασιππος
IDX:
19865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19866
Key:
Data
{'content': 'horse-taming'}