Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαμαλίζω
δάμαλις
δαμαλοπόδια
δάμαλος
δαμαντήρ
δάμαρ
δαμαρίππεως
δαμασάνδρα
δαμασήνωρ
δαμασικόνδυλος
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
δάμασις
δαμασίφρων
δαμασίχθων
Δαμασκηνόν
Δαμασκηνός
Δαμασκός
Δάμασος
δαμαστέον
Δαμαστορίδης
View word page
δαμασίμβροτος
taming mortals, man-slaying

ShortDef

taming mortals, man-slaying

Debugging

Headword:
δαμασίμβροτος
Headword (normalized):
δαμασίμβροτος
Headword (normalized/stripped):
δαμασιμβροτος
IDX:
19864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19865
Key:

Data

{'content': 'taming mortals, man-slaying'}