Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δάμαλις
δαμαλοπόδια
δάμαλος
δαμαντήρ
δάμαρ
δαμαρίππεως
δαμασάνδρα
δαμασήνωρ
δαμασικόνδυλος
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
δάμασις
δαμασίφρων
δαμασίχθων
Δαμασκηνόν
Δαμασκηνός
Δαμασκός
Δάμασος
View word page
δαμασήνωρ
man-slaying
ShortDef
man-slaying
Debugging
Headword:
δαμασήνωρ
Headword (normalized):
δαμασήνωρ
Headword (normalized/stripped):
δαμασηνωρ
IDX:
19862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19863
Key:
Data
{'content': 'man-slaying'}