Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δάμαλις
δαμαλοπόδια
δάμαλος
δαμαντήρ
δάμαρ
δαμαρίππεως
δαμασάνδρα
δαμασήνωρ
δαμασικόνδυλος
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
δάμασις
δαμασίφρων
δαμασίχθων
Δαμασκηνόν
Δαμασκηνός
Δαμασκός
View word page
δαμασάνδρα
subduer of men

ShortDef

subduer of men

Debugging

Headword:
δαμασάνδρα
Headword (normalized):
δαμασάνδρα
Headword (normalized/stripped):
δαμασανδρα
IDX:
19861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19862
Key:

Data

{'content': 'subduer of men'}