Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δάμαλις
δαμαλοπόδια
δάμαλος
δαμαντήρ
δάμαρ
δαμαρίππεως
δαμασάνδρα
δαμασήνωρ
δαμασικόνδυλος
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
δάμασις
δαμασίφρων
δαμασίχθων
Δαμασκηνόν
View word page
δάμαρ
a wife, spouse
ShortDef
a wife, spouse
Debugging
Headword:
δάμαρ
Headword (normalized):
δάμαρ
Headword (normalized/stripped):
δαμαρ
IDX:
19859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19860
Key:
Data
{'content': 'a wife, spouse'}