Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δάμαλις
δαμαλοπόδια
δάμαλος
δαμαντήρ
δάμαρ
δαμαρίππεως
δαμασάνδρα
δαμασήνωρ
δαμασικόνδυλος
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
δάμασις
δαμασίφρων
δαμασίχθων
View word page
δαμαντήρ
tamer

ShortDef

tamer

Debugging

Headword:
δαμαντήρ
Headword (normalized):
δαμαντήρ
Headword (normalized/stripped):
δαμαντηρ
IDX:
19858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19859
Key:

Data

{'content': 'tamer'}